ἀμφαλλάξ

ἀμφαλλάξ
ἀμφαλλάξ
alternately
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφαλλάξ — ἀμφαλλάξ επίρρ. (Α) εναλλάξ, εκ περιτροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + επίρρ. ἀλλὰξ ή απευθείας από το ἀμφαλλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”